- πρεπούμενος
- -η, -ον, Ν1. κατάλληλος, επιβαλλόμενος («έγιναν οι πρεπούμενες τελετές»)2. (το ουδ. ως ουσ. και κυρίως στον πληθ.) το πρεπουμενο και τα πρεπούμεναα) ό,τι αρμόζει ή δικαιωματικώς ανήκει σε κάποιον («τού 'δωσα το πρεπούμενο»)β) το σωστό, το δίκαιο.επίρρ...πρεπούμεναμε τον τρόπο που ταιριάζει, πρεπόντως («πρεπούμενα σέ προβοδώ», Εφταλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπω + κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρ. (πρβλ. πετούμενα, μελλ-ούμενα)].
Dictionary of Greek. 2013.