πρεπούμενος

πρεπούμενος
-η, -ον, Ν
1. κατάλληλος, επιβαλλόμενος («έγιναν οι πρεπούμενες τελετές»)
2. (το ουδ. ως ουσ. και κυρίως στον πληθ.) το πρεπουμενο και τα πρεπούμενα
α) ό,τι αρμόζει ή δικαιωματικώς ανήκει σε κάποιον («τού 'δωσα το πρεπούμενο»)
β) το σωστό, το δίκαιο.
επίρρ...
πρεπούμενα
με τον τρόπο που ταιριάζει, πρεπόντως («πρεπούμενα σέ προβοδώ», Εφταλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπω + κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρ. (πρβλ. πετούμενα, μελλ-ούμενα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -ούμενος — κατάλ. παθ. μτχ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων σε έω και όω (πρβλ. δηλούμενος, κρατούμενος).Παραδείγματα παθ. μτχ. σε ούμενος: αυξομειούμενος, βρισκούμενος, γραμματιζούμενος,… …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — έπρεψα 1. είμαι ωραίος, κομψός, ευπρεπής, φαντάζω: Πόσο έπρεπε μέσα στο πλήθος με την ομορφιά της. 2. αρμόζω, είμαι κατάλληλος: Σένα σου πρέπει, αφέντη μου, τουρβάς και δεκανίκι (ειρωνικό δημ. τραγ.). 3. απρόσ., πρέπει επιβάλλεται, είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωστός — ή, ό επίρρ. ά 1. ακέραιος, πλήρης, άρτιος. Γέννησε ένα σωστό αγοράκι. 2. μτφ., ακριβής, ορθός, εντάξει: Οι απόψεις του είναι σωστές. 3. πραγματικός, βέρος: Μεγάλωσες πια, έγινες σωστός άντρας. 4. που αρμόζει, πρεπούμενος, ταιριαστός: Προσφώνησε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”